- σφόρτσος
- ο, Νσφοδρός άνεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sforzo (βλ. και σφορτσάρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφόρτσος — ο (λ. ιταλ.), σφοδρός άνεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)